- Ἰταλιωτική
- ἸταλιωτικόςItalianfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλιώτες — Ονομασία των Ελλήνων που ήταν εγκατεστημένοι στις αποικίες της νότιας Ιταλίας. Η συμμαχία των Ι. ονομαζόταν Ιταλιωτική ένωση. Βλ. λ. Μεγάλη Ελλάς … Dictionary of Greek
ГНОСТИЦИЗМ — совокупность религиозно философских движений эпохи позднего эллинизма, выразившихся в ряде систематических учений, сформулированных во II в. и имевших следующие характерные черты: 1) дуализм, относящий творение материального мира и его историю к… … Православная энциклопедия